- φωτοθερμοθεραπεία
- η, Νο συνδυασμός φωτοθεραπείας και θερμοθεραπείας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + θερμός + θεραπεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοθερμοθεραπεία — η συνδυασμός φωτεινών και θερμικών ακτινοβολιών για θεραπευτικούς σκοπούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοθερμοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [φωτοθερμοθεραπεία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοθερμοθεραπεία … Dictionary of Greek